Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
ἆσαι
ἄσαμεν
ἀσάμινθος
ἄσασθαι
ἄσατο
ἄσβεστος
ἆσε
ἄσειν
ἀσήμαντος
ἆσθμα
ἀσθμαίνω
ἀσινής
ἄσις
ἄσιτος
ἀσκελέως
ἀσκελής
ἀσκέω
ἀσκηθής
ἀσκητός
ἄσκοπος
ἀσκός
View word page
ἀσθμαίνω
[ἆσθμα.]
ShortDef
to breathe hard, gasp for breath
Debugging
Headword:
ἀσθμαίνω
Headword (normalized):
ἀσθμαίνω
Headword (normalized/stripped):
ασθμαινω
IDX:
1422
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.1423
Key:
Data
{'content': '<p>[ἆσθμα.]</p>'}