Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

ἀρτύνω
ἀρτύω
ἀρχέκακος
ἀρχεύω
ἀρχή
ἀρχός
ἄρχω
ἀρωγή
ἀρωγός
ἆσαι
ἄσαμεν
ἀσάμινθος
ἄσασθαι
ἄσατο
ἄσβεστος
ἆσε
ἄσειν
ἀσήμαντος
ἆσθμα
ἀσθμαίνω
ἀσινής
View word page
ἄσαμεν

contr. 1 pl. aor. ἰαύω.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἄσαμεν
Headword (normalized):
ἄσαμεν
Headword (normalized/stripped):
ασαμεν
IDX:
1413
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.1414
Key:

Data

{'content': '<p>contr. 1 pl. aor. ἰαύω.</p>'}