Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
ἀρτίπος
ἀρτίφρων
ἄρτος
ἀρτύνω
ἀρτύω
ἀρχέκακος
ἀρχεύω
ἀρχή
ἀρχός
ἄρχω
ἀρωγή
ἀρωγός
ἆσαι
ἄσαμεν
ἀσάμινθος
ἄσασθαι
ἄσατο
ἄσβεστος
ἆσε
ἄσειν
ἀσήμαντος
View word page
ἀρωγή
-ῆς, ἡ
[ἀρήγω.]
ShortDef
help, aid, succour, protection
Debugging
Headword:
ἀρωγή
Headword (normalized):
ἀρωγή
Headword (normalized/stripped):
αρωγη
IDX:
1410
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.1411
Key:
Data
{'content': '<p>-ῆς, ἡ</p> <p>[ἀρήγω.]</p>'}