Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
ἄρνυμαι
ἄρξει
ἀρόμην
ἄροσις
ἄροτήρ
ἄροτος
ἄροτρον
ἄρουρα
ἀρόω
ἁρπάζω
ἁρπακτήρ
ἁρπαλέος
ἁρπαλέως
ἁρπάξων
ἁρπάσῃ
ἅρπη
Ἅρπυια
ἄρρηκτος
ἄρρητος
ἄρσε
ἄρσην
View word page
ἁρπακτήρ
-ῆρος, ὁ
[ἁρπακ-, ἁρπάζω.]
ShortDef
a robber
Debugging
Headword:
ἁρπακτήρ
Headword (normalized):
ἁρπακτήρ
Headword (normalized/stripped):
αρπακτηρ
IDX:
1386
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.1387
Key:
Data
{'content': '<p>-ῆρος, ὁ</p> <p>[ἁρπακ-, ἁρπάζω.]</p>'}