Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

ἁρμόζω
ἁρμονία
ἀρνός
ἀρνειός
ἀρνέομαι
ἀρνευτήρ
ἄρνυμαι
ἄρξει
ἀρόμην
ἄροσις
ἄροτήρ
ἄροτος
ἄροτρον
ἄρουρα
ἀρόω
ἁρπάζω
ἁρπακτήρ
ἁρπαλέος
ἁρπαλέως
ἁρπάξων
ἁρπάσῃ
View word page
ἄροτήρ

-ῆρος, ὁ

[ἀρόω.]

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἄροτήρ
Headword (normalized):
ἄροτήρ
Headword (normalized/stripped):
αροτηρ
IDX:
1380
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.1381
Key:

Data

{'content': '<p>-ῆρος, ὁ</p> <p>[ἀρόω.]</p>'}