Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

ἄρμενος
ἁρμόζω
ἁρμονία
ἀρνός
ἀρνειός
ἀρνέομαι
ἀρνευτήρ
ἄρνυμαι
ἄρξει
ἀρόμην
ἄροσις
ἄροτήρ
ἄροτος
ἄροτρον
ἄρουρα
ἀρόω
ἁρπάζω
ἁρπακτήρ
ἁρπαλέος
ἁρπαλέως
ἁρπάξων
View word page
ἄροσις

[ἀρόω.]

ShortDef

arable land, grain-land

Debugging

Headword:
ἄροσις
Headword (normalized):
ἄροσις
Headword (normalized/stripped):
αροσις
IDX:
1379
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.1380
Key:

Data

{'content': '<p>ἡ</p> <p>[ἀρόω.]</p>'}