Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

ἄρκιος
ἄρκτος
ἅρμα
ἁρματοπηγός
ἁρματροχιή
ἄρμενος
ἁρμόζω
ἁρμονία
ἀρνός
ἀρνειός
ἀρνέομαι
ἀρνευτήρ
ἄρνυμαι
ἄρξει
ἀρόμην
ἄροσις
ἄροτήρ
ἄροτος
ἄροτρον
ἄρουρα
ἀρόω
View word page
ἀρνέομαι

ShortDef

to deny, disown

Debugging

Headword:
ἀρνέομαι
Headword (normalized):
ἀρνέομαι
Headword (normalized/stripped):
αρνεομαι
IDX:
1374
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.1375
Key:

Data

{'content': ''}