Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

ἀριφραδής
ἀρκέω
ἄρκιος
ἄρκτος
ἅρμα
ἁρματοπηγός
ἁρματροχιή
ἄρμενος
ἁρμόζω
ἁρμονία
ἀρνός
ἀρνειός
ἀρνέομαι
ἀρνευτήρ
ἄρνυμαι
ἄρξει
ἀρόμην
ἄροσις
ἄροτήρ
ἄροτος
ἄροτρον
View word page
ἀρνός

τόν, τήν (ϝάρνἀ

[no nom. sing. occurs. Acc. of Ϝρήν. Cf. πολύρρην.]

ShortDef

wool

Debugging

Headword:
ἀρνός
Headword (normalized):
ἀρνός
Headword (normalized/stripped):
αρνος
IDX:
1372
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.1373
Key:

Data

{'content': '<p>τόν, τήν (ϝάρνἀ</p> <p>[no nom. sing. occurs. Acc. of Ϝρήν. Cf. πολύρρην.]</p>'}