Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
ἄριστος
ἀρισφαλής
ἀριφραδής
ἀρκέω
ἄρκιος
ἄρκτος
ἅρμα
ἁρματοπηγός
ἁρματροχιή
ἄρμενος
ἁρμόζω
ἁρμονία
ἀρνός
ἀρνειός
ἀρνέομαι
ἀρνευτήρ
ἄρνυμαι
ἄρξει
ἀρόμην
ἄροσις
ἄροτήρ
View word page
ἁρμόζω
[ἀρ-, ἀραρίσκω.]
3 sing. aor. ἥρμοσε Il. 3.333, Il. 17.210: Od. 5.247. (ἐφ-.)
ShortDef
to fit together, join
Debugging
Headword:
ἁρμόζω
Headword (normalized):
ἁρμόζω
Headword (normalized/stripped):
αρμοζω
IDX:
1370
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.1371
Key:
Data
{'content': '<p>[ἀρ-, ἀραρίσκω.]</p> <p>3 sing. aor. ἥρμοσε Il. 3.333, Il. 17.210: Od. 5.247. (ἐφ-.)</p>'}