Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
ἄριστον
ἄριστος
ἀρισφαλής
ἀριφραδής
ἀρκέω
ἄρκιος
ἄρκτος
ἅρμα
ἁρματοπηγός
ἁρματροχιή
ἄρμενος
ἁρμόζω
ἁρμονία
ἀρνός
ἀρνειός
ἀρνέομαι
ἀρνευτήρ
ἄρνυμαι
ἄρξει
ἀρόμην
ἄροσις
View word page
ἄρμενος
aor. pple. mid. ἀραρίσκω.
ShortDef
fitting, proper
Debugging
Headword:
ἄρμενος
Headword (normalized):
ἄρμενος
Headword (normalized/stripped):
αρμενος
IDX:
1369
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.1370
Key:
Data
{'content': '<p>aor. pple. mid. ἀραρίσκω.</p>'}