Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

ἀριστεύω
ἄριστον
ἄριστος
ἀρισφαλής
ἀριφραδής
ἀρκέω
ἄρκιος
ἄρκτος
ἅρμα
ἁρματοπηγός
ἁρματροχιή
ἄρμενος
ἁρμόζω
ἁρμονία
ἀρνός
ἀρνειός
ἀρνέομαι
ἀρνευτήρ
ἄρνυμαι
ἄρξει
ἀρόμην
View word page
ἁρματροχιή

[ἅρμα + τροχ-, τρέχω.]

ShortDef

wheel - rut

Debugging

Headword:
ἁρματροχιή
Headword (normalized):
ἁρματροχιή
Headword (normalized/stripped):
αρματροχιη
IDX:
1368
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.1369
Key:

Data

{'content': '<p>ἡ</p> <p>[ἅρμα + τροχ-, τρέχω.]</p>'}