Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

ἀριστεύς
ἀριστεύω
ἄριστον
ἄριστος
ἀρισφαλής
ἀριφραδής
ἀρκέω
ἄρκιος
ἄρκτος
ἅρμα
ἁρματοπηγός
ἁρματροχιή
ἄρμενος
ἁρμόζω
ἁρμονία
ἀρνός
ἀρνειός
ἀρνέομαι
ἀρνευτήρ
ἄρνυμαι
ἄρξει
View word page
ἁρματοπηγός

[ἁρματ-, ἅρμα + πήγνυμι.]

ShortDef

a wheelwright, chariot-maker

Debugging

Headword:
ἁρματοπηγός
Headword (normalized):
ἁρματοπηγός
Headword (normalized/stripped):
αρματοπηγος
IDX:
1367
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.1368
Key:

Data

{'content': '<p>[ἁρματ-, ἅρμα + πήγνυμι.]</p>'}