Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

ἀρίζηλος
ἀριζήλως
ἀριθμέω
ἀριθμός
ἀριπρεπής
ἀριστερός
ἀριστεύς
ἀριστεύω
ἄριστον
ἄριστος
ἀρισφαλής
ἀριφραδής
ἀρκέω
ἄρκιος
ἄρκτος
ἅρμα
ἁρματοπηγός
ἁρματροχιή
ἄρμενος
ἁρμόζω
ἁρμονία
View word page
ἀρισφαλής

[ἀρι- + σφάλλω. Causing much stumbling.]

Rough, uneven: οὐδόν Od. 17.196.

ShortDef

very slippery

Debugging

Headword:
ἀρισφαλής
Headword (normalized):
ἀρισφαλής
Headword (normalized/stripped):
αρισφαλης
IDX:
1361
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.1362
Key:

Data

{'content': '<p>[ἀρι- + σφάλλω. Causing much stumbling.]</p> <p>Rough, uneven: οὐδόν Od. 17.196.</p>'}