Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

ἄρηται
ἀρητήρ
ἀρητός
ἀρθείς
ἄρθεν
ἀρθμέω
ἄρθμιος
ἀρίγνωτος
ἀριδείκετος
ἀρίζηλος
ἀριζήλως
ἀριθμέω
ἀριθμός
ἀριπρεπής
ἀριστερός
ἀριστεύς
ἀριστεύω
ἄριστον
ἄριστος
ἀρισφαλής
ἀριφραδής
View word page
ἀριζήλως

[adv. fr. ἀρίζηλος.]

Clearly, plainly: ἀ. εἰρημένα Od. 12.453.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀριζήλως
Headword (normalized):
ἀριζήλως
Headword (normalized/stripped):
αριζηλως
IDX:
1352
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.1353
Key:

Data

{'content': '<p>[adv. fr. ἀρίζηλος.]</p> <p>Clearly, plainly: ἀ. εἰρημένα Od. 12.453.</p>'}