Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

ἀρηρομένῃ
ἀρηρώς
̓́αρης
ἄρηται
ἀρητήρ
ἀρητός
ἀρθείς
ἄρθεν
ἀρθμέω
ἄρθμιος
ἀρίγνωτος
ἀριδείκετος
ἀρίζηλος
ἀριζήλως
ἀριθμέω
ἀριθμός
ἀριπρεπής
ἀριστερός
ἀριστεύς
ἀριστεύω
ἄριστον
View word page
ἀρίγνωτος

-ον, and -η, -ον

[ἀρι- + γνωτός.]

ShortDef

easy to be known

Debugging

Headword:
ἀρίγνωτος
Headword (normalized):
ἀρίγνωτος
Headword (normalized/stripped):
αριγνωτος
IDX:
1349
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.1350
Key:

Data

{'content': '<p>-ον, and -η, -ον</p> <p>[ἀρι- + γνωτός.]</p>'}