Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
ἀρήμεναι
ἀρημένος
ἀρήξειν
ἀρήρει
ἀρηρομένῃ
ἀρηρώς
̓́αρης
ἄρηται
ἀρητήρ
ἀρητός
ἀρθείς
ἄρθεν
ἀρθμέω
ἄρθμιος
ἀρίγνωτος
ἀριδείκετος
ἀρίζηλος
ἀριζήλως
ἀριθμέω
ἀριθμός
ἀριπρεπής
View word page
ἀρθείς
contr. aor. pple. pass. ἀείρω.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
ἀρθείς
Headword (normalized):
ἀρθείς
Headword (normalized/stripped):
αρθεις
IDX:
1345
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.1346
Key:
Data
{'content': '<p>contr. aor. pple. pass. ἀείρω.</p>'}