Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

ἀρηΐφιλος
ἀρήμεναι
ἀρημένος
ἀρήξειν
ἀρήρει
ἀρηρομένῃ
ἀρηρώς
̓́αρης
ἄρηται
ἀρητήρ
ἀρητός
ἀρθείς
ἄρθεν
ἀρθμέω
ἄρθμιος
ἀρίγνωτος
ἀριδείκετος
ἀρίζηλος
ἀριζήλως
ἀριθμέω
ἀριθμός
View word page
ἀρητός

[ἀράομαι.]

App., prayed against; hence, accursed: γόον Il. 17.37 = Il. 24.741 (v.l. ἄρρητον).

ShortDef

wished-for

Debugging

Headword:
ἀρητός
Headword (normalized):
ἀρητός
Headword (normalized/stripped):
αρητος
IDX:
1344
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.1345
Key:

Data

{'content': '<p>[ἀράομαι.]</p> <p>App., prayed against; hence, accursed: γόον Il. 17.37 = Il. 24.741 (v.l. ἄρρητον).</p>'}