Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

ἀρέσθαι
ἀρέσκω
ἀρετάω
ἀρετή
ἄρετο
ἀρά
ἀρή
ἀρήγω
ἀρηγών
ἀρηΐθοος
ἀρηϊκτάμενος
ἀρήϊος
ἀρηΐφατος
ἀρηΐφιλος
ἀρήμεναι
ἀρημένος
ἀρήξειν
ἀρήρει
ἀρηρομένῃ
ἀρηρώς
̓́αρης
View word page
ἀρηϊκτάμενος

[Ἄρηϊ (see ἀρηΐθοος.) + κτάμενος (see κτείνω).]

ShortDef

slain by Ares

Debugging

Headword:
ἀρηϊκτάμενος
Headword (normalized):
ἀρηϊκτάμενος
Headword (normalized/stripped):
αρηικταμενος
IDX:
1331
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.1332
Key:

Data

{'content': '<p>[Ἄρηϊ (see ἀρηΐθοος.) + κτάμενος (see κτείνω).]</p>'}