Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

ἄργυφος
ἀρδμός
ἀρειή
ἀρείων
ἄρεκτος
ἀρέσθαι
ἀρέσκω
ἀρετάω
ἀρετή
ἄρετο
ἀρά
ἀρή
ἀρήγω
ἀρηγών
ἀρηΐθοος
ἀρηϊκτάμενος
ἀρήϊος
ἀρηΐφατος
ἀρηΐφιλος
ἀρήμεναι
ἀρημένος
View word page
ἀρά

-ῆς, ἡ.

ShortDef

a prayer, imprecation, curse

Debugging

Headword:
ἀρά
Headword (normalized):
ἀρά
Headword (normalized/stripped):
αρα
IDX:
1326
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.1327
Key:

Data

{'content': '<p>-ῆς, ἡ.</p>'}