Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

ἀργυρότοξος
ἀργύφεος
ἄργυφος
ἀρδμός
ἀρειή
ἀρείων
ἄρεκτος
ἀρέσθαι
ἀρέσκω
ἀρετάω
ἀρετή
ἄρετο
ἀρά
ἀρή
ἀρήγω
ἀρηγών
ἀρηΐθοος
ἀρηϊκτάμενος
ἀρήϊος
ἀρηΐφατος
ἀρηΐφιλος
View word page
ἀρετή

-ῆς, ἡ.

ShortDef

goodness, excellence

Debugging

Headword:
ἀρετή
Headword (normalized):
ἀρετή
Headword (normalized/stripped):
αρετη
IDX:
1324
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.1325
Key:

Data

{'content': '<p>-ῆς, ἡ.</p>'}