Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

ἀργίπους
ἄργμα
ἀργός
ἀργύρεος
ἀργυροδίνης
ἀργυρόηλος
ἀργυρόπεζος
ἄργυρος
ἀργυρότοξος
ἀργύφεος
ἄργυφος
ἀρδμός
ἀρειή
ἀρείων
ἄρεκτος
ἀρέσθαι
ἀρέσκω
ἀρετάω
ἀρετή
ἄρετο
ἀρά
View word page
ἄργυφος

[ἀργός.]

White: ὄϊν Il. 24.621: μῆλα Od. 10.85.

ShortDef

silver-white

Debugging

Headword:
ἄργυφος
Headword (normalized):
ἄργυφος
Headword (normalized/stripped):
αργυφος
IDX:
1316
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.1317
Key:

Data

{'content': '<p>[ἀργός.]</p> <p>White: ὄϊν Il. 24.621: μῆλα Od. 10.85.</p>'}