Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

ἀργαλέος
Ἀργειφόντης
ἀργεννός
ἀργεστής
ἀργής
ἀργικέραυνος
ἀργινόεις
ἀργιόδους
ἀργίπους
ἄργμα
ἀργός
ἀργύρεος
ἀργυροδίνης
ἀργυρόηλος
ἀργυρόπεζος
ἄργυρος
ἀργυρότοξος
ἀργύφεος
ἄργυφος
ἀρδμός
ἀρειή
View word page
ἀργός

-ή, -όν.

ShortDef

shining, bright, glistening
not working the ground, living without labour

Debugging

Headword:
ἀργός
Headword (normalized):
ἀργός
Headword (normalized/stripped):
αργος
IDX:
1308
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.1309
Key:

Data

{'content': '<p>-ή, -όν.</p>'}