Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

ἀραρίσκω
ἀράσσω
ἀράχνιον
ἀργαλέος
Ἀργειφόντης
ἀργεννός
ἀργεστής
ἀργής
ἀργικέραυνος
ἀργινόεις
ἀργιόδους
ἀργίπους
ἄργμα
ἀργός
ἀργύρεος
ἀργυροδίνης
ἀργυρόηλος
ἀργυρόπεζος
ἄργυρος
ἀργυρότοξος
ἀργύφεος
View word page
ἀργιόδους

-όδοντος

[ἀργός + ὀδούς.]

ShortDef

white-toothed, white-tusked

Debugging

Headword:
ἀργιόδους
Headword (normalized):
ἀργιόδους
Headword (normalized/stripped):
αργιοδους
IDX:
1305
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.1306
Key:

Data

{'content': '<p>-όδοντος</p> <p>[ἀργός + ὀδούς.]</p>'}