Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

ἀαγής
ἀάζω
ἄαπτος
ἄασε
ἀάσχετος
ἀᾶται
ἄατος
ἀβακέω
ἀβλής
ἄβλητος
ἀβληχρός
ἄβρομος
ἀβροτάξω
ἀβρότη
ἀγάασθε
ἄγαγον
ἀγαθός
ἀγαίομαι
ἀγακλεής
ἀγακλειτός
ἀγακλυτός
View word page
ἀβληχρός

-ή, -όν.

App., feeble, weak, gentle: χεῖρα Il. 5.337, τείχεα Il. 21.178: θάνατος Od. 11.135, Od. 23.282.

ShortDef

weak, feeble

Debugging

Headword:
ἀβληχρός
Headword (normalized):
ἀβληχρός
Headword (normalized/stripped):
αβληχρος
IDX:
12
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.13
Key:

Data

{'content': '<p>-ή, -όν.</p> <p>App., feeble, weak, gentle: χεῖρα Il. 5.337, τείχεα Il. 21.178: θάνατος Od. 11.135, Od. 23.282.</p>'}