Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
ἄρ
ἄρα
ἀραβέω
ἄραβος
ἀραιός
ἀράξω
ἀράομαι
ἀραρίσκω
ἀράσσω
ἀράχνιον
ἀργαλέος
Ἀργειφόντης
ἀργεννός
ἀργεστής
ἀργής
ἀργικέραυνος
ἀργινόεις
ἀργιόδους
ἀργίπους
ἄργμα
ἀργός
View word page
ἀργαλέος
-η, -ον.
ShortDef
painful, troublous, grievous
Debugging
Headword:
ἀργαλέος
Headword (normalized):
ἀργαλέος
Headword (normalized/stripped):
αργαλεος
IDX:
1298
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.1299
Key:
Data
{'content': '<p>-η, -ον.</p>'}