Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

ἀπτοεπής
ἀπτόλεμος
ἅπτω
ἀπύργωτος
ἄπυρος
ἀπύρωτος
ἄπυστος
ἀπωθέω
ἀπῴκισε
ἀπώλεσα
ἀπώλετο
ἀπώμοσα
ἀπώσω
ἄρ
ἄρα
ἀραβέω
ἄραβος
ἀραιός
ἀράξω
ἀράομαι
ἀραρίσκω
View word page
ἀπώλετο

3 sing. aor. mid. ἀπόλλυμι.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀπώλετο
Headword (normalized):
ἀπώλετο
Headword (normalized/stripped):
απωλετο
IDX:
1285
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.1286
Key:

Data

{'content': '<p>3 sing. aor. mid. ἀπόλλυμι.</p>'}