Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

ἄπτερος
ἀπτήν
ἀπτοεπής
ἀπτόλεμος
ἅπτω
ἀπύργωτος
ἄπυρος
ἀπύρωτος
ἄπυστος
ἀπωθέω
ἀπῴκισε
ἀπώλεσα
ἀπώλετο
ἀπώμοσα
ἀπώσω
ἄρ
ἄρα
ἀραβέω
ἄραβος
ἀραιός
ἀράξω
View word page
ἀπῴκισε

3 sing. aor. ἀποικίζω.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀπῴκισε
Headword (normalized):
ἀπῴκισε
Headword (normalized/stripped):
απωκισε
IDX:
1283
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.1284
Key:

Data

{'content': '<p>3 sing. aor. ἀποικίζω.</p>'}