Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

ἀπρίατος
ἀπροτίμαστος
ἄπτερος
ἀπτήν
ἀπτοεπής
ἀπτόλεμος
ἅπτω
ἀπύργωτος
ἄπυρος
ἀπύρωτος
ἄπυστος
ἀπωθέω
ἀπῴκισε
ἀπώλεσα
ἀπώλετο
ἀπώμοσα
ἀπώσω
ἄρ
ἄρα
ἀραβέω
ἄραβος
View word page
ἄπυστος

-ον

[ἀ-1 + πυσ-, πεύθομαι.]

ShortDef

not heard of

Debugging

Headword:
ἄπυστος
Headword (normalized):
ἄπυστος
Headword (normalized/stripped):
απυστος
IDX:
1281
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.1282
Key:

Data

{'content': '<p>-ον</p> <p>[ἀ-1 + πυσ-, πεύθομαι.]</p>'}