Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
ἄπρηκτος
ἀπρίατος
ἀπροτίμαστος
ἄπτερος
ἀπτήν
ἀπτοεπής
ἀπτόλεμος
ἅπτω
ἀπύργωτος
ἄπυρος
ἀπύρωτος
ἄπυστος
ἀπωθέω
ἀπῴκισε
ἀπώλεσα
ἀπώλετο
ἀπώμοσα
ἀπώσω
ἄρ
ἄρα
ἀραβέω
View word page
ἀπύρωτος
-ον
[ἀ-1 + πυρόω, to expose to fire, fr. πῦρ.]
= ἄπυρος.: φιάλην Il. 23.270.
ShortDef
not yet exposed to fire
Debugging
Headword:
ἀπύρωτος
Headword (normalized):
ἀπύρωτος
Headword (normalized/stripped):
απυρωτος
IDX:
1280
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.1281
Key:
Data
{'content': '<p>-ον</p> <p>[ἀ-1 + πυρόω, to expose to fire, fr. πῦρ.]</p> <p>= ἄπυρος.: φιάλην Il. 23.270.</p>'}