Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

ἀποψύχω
ἀππέμψει
ἄπρηκτος
ἀπρίατος
ἀπροτίμαστος
ἄπτερος
ἀπτήν
ἀπτοεπής
ἀπτόλεμος
ἅπτω
ἀπύργωτος
ἄπυρος
ἀπύρωτος
ἄπυστος
ἀπωθέω
ἀπῴκισε
ἀπώλεσα
ἀπώλετο
ἀπώμοσα
ἀπώσω
ἄρ
View word page
ἀπύργωτος

-ον

[ἀ-1 + πυργόω.]

ShortDef

not girt with towers

Debugging

Headword:
ἀπύργωτος
Headword (normalized):
ἀπύργωτος
Headword (normalized/stripped):
απυργωτος
IDX:
1278
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.1279
Key:

Data

{'content': '<p>-ον</p> <p>[ἀ-1 + πυργόω.]</p>'}