Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
ἀποφθίνω
ἀποφώλιος
ἀποχάζω
ἀποψύχω
ἀππέμψει
ἄπρηκτος
ἀπρίατος
ἀπροτίμαστος
ἄπτερος
ἀπτήν
ἀπτοεπής
ἀπτόλεμος
ἅπτω
ἀπύργωτος
ἄπυρος
ἀπύρωτος
ἄπυστος
ἀπωθέω
ἀπῴκισε
ἀπώλεσα
ἀπώλετο
View word page
ἀπτοεπής
[prob. (ϝ)ι-(ϝ)άπτω as in προϊάπτω + ἔπος.]
ShortDef
undaunted in speech
Debugging
Headword:
ἀπτοεπής
Headword (normalized):
ἀπτοεπής
Headword (normalized/stripped):
απτοεπης
IDX:
1275
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.1276
Key:
Data
{'content': '<p>[prob. (ϝ)ι-(ϝ)άπτω as in προϊάπτω + ἔπος.]</p>'}