Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
ἀποφθινύθω
ἀποφθίνω
ἀποφώλιος
ἀποχάζω
ἀποψύχω
ἀππέμψει
ἄπρηκτος
ἀπρίατος
ἀπροτίμαστος
ἄπτερος
ἀπτήν
ἀπτοεπής
ἀπτόλεμος
ἅπτω
ἀπύργωτος
ἄπυρος
ἀπύρωτος
ἄπυστος
ἀπωθέω
ἀπῴκισε
ἀπώλεσα
View word page
ἀπτήν
-ῆνος
[ἀ-1 + πτη-, πέτομαι.]
Unfledged: ἀπτῆσι νεοσσοῖσιν Il. 9.323.
ShortDef
unfledged, callow
Debugging
Headword:
ἀπτήν
Headword (normalized):
ἀπτήν
Headword (normalized/stripped):
απτην
IDX:
1274
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.1275
Key:
Data
{'content': '<p>-ῆνος</p> <p>[ἀ-1 + πτη-, πέτομαι.]</p> <p>Unfledged: ἀπτῆσι νεοσσοῖσιν Il. 9.323.</p>'}