Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
ἀπουρίζω
ἀποφέρω
ἀπόφημι
ἀποφθινύθω
ἀποφθίνω
ἀποφώλιος
ἀποχάζω
ἀποψύχω
ἀππέμψει
ἄπρηκτος
ἀπρίατος
ἀπροτίμαστος
ἄπτερος
ἀπτήν
ἀπτοεπής
ἀπτόλεμος
ἅπτω
ἀπύργωτος
ἄπυρος
ἀπύρωτος
ἄπυστος
View word page
ἀπρίατος
[adv. fr. acc. fem. of *πρίατος fr. ἀ-1 + πρίαμαι.]
ShortDef
unpurchased
Debugging
Headword:
ἀπρίατος
Headword (normalized):
ἀπρίατος
Headword (normalized/stripped):
απριατος
IDX:
1271
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.1272
Key:
Data
{'content': '<p>[adv. fr. acc. fem. of *πρίατος fr. ἀ-1 + πρίαμαι.]</p>'}