Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

ἀπότροπος
ἀποτρωπάω
ἀπούρας
ἀπουρήσουσι
ἀπουρίζω
ἀποφέρω
ἀπόφημι
ἀποφθινύθω
ἀποφθίνω
ἀποφώλιος
ἀποχάζω
ἀποψύχω
ἀππέμψει
ἄπρηκτος
ἀπρίατος
ἀπροτίμαστος
ἄπτερος
ἀπτήν
ἀπτοεπής
ἀπτόλεμος
ἅπτω
View word page
ἀποχάζω

[ἀπο- 1.]

In mid., to retire from.

With genit.: βόθρου Od. 11.95.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀποχάζω
Headword (normalized):
ἀποχάζω
Headword (normalized/stripped):
αποχαζω
IDX:
1267
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.1268
Key:

Data

{'content': '<p>[ἀπο- 1.]</p> <p>In mid., to retire from.</p> <p>With genit.: βόθρου Od. 11.95.</p>'}