Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
ἀποτμήγω
ἄποτμος
ἀποτρέπω
ἀποτρίβω
ἀπότροπος
ἀποτρωπάω
ἀπούρας
ἀπουρήσουσι
ἀπουρίζω
ἀποφέρω
ἀπόφημι
ἀποφθινύθω
ἀποφθίνω
ἀποφώλιος
ἀποχάζω
ἀποψύχω
ἀππέμψει
ἄπρηκτος
ἀπρίατος
ἀπροτίμαστος
ἄπτερος
View word page
ἀπόφημι
[ἀπο- 7 + φημί.]
Imp. pl. mid. ἀπόθασθε Il. 9.422, 649.
ShortDef
to speak out, declare flatly
Debugging
Headword:
ἀπόφημι
Headword (normalized):
ἀπόφημι
Headword (normalized/stripped):
αποφημι
IDX:
1263
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.1264
Key:
Data
{'content': '<p>[ἀπο- 7 + φημί.]</p> <p>Imp. pl. mid. ἀπόθασθε Il. 9.422, 649.</p>'}