Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
ἀποτίνυμαι
ἀποτίνω
ἀποτίσεις
ἀποτμήγω
ἄποτμος
ἀποτρέπω
ἀποτρίβω
ἀπότροπος
ἀποτρωπάω
ἀπούρας
ἀπουρήσουσι
ἀπουρίζω
ἀποφέρω
ἀπόφημι
ἀποφθινύθω
ἀποφθίνω
ἀποφώλιος
ἀποχάζω
ἀποψύχω
ἀππέμψει
ἄπρηκτος
View word page
ἀπουρήσουσι
3 pl. fut. ἀπαυράω.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
ἀπουρήσουσι
Headword (normalized):
ἀπουρήσουσι
Headword (normalized/stripped):
απουρησουσι
IDX:
1260
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.1261
Key:
Data
{'content': '<p>3 pl. fut. ἀπαυράω.</p>'}