Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
ἀποτείσεις
ἀποτηλοῦ
ἀποτίθημι
ἀποτίνυμαι
ἀποτίνω
ἀποτίσεις
ἀποτμήγω
ἄποτμος
ἀποτρέπω
ἀποτρίβω
ἀπότροπος
ἀποτρωπάω
ἀπούρας
ἀπουρήσουσι
ἀπουρίζω
ἀποφέρω
ἀπόφημι
ἀποφθινύθω
ἀποφθίνω
ἀποφώλιος
ἀποχάζω
View word page
ἀπότροπος
[ἀποτρέπω.]
ShortDef
turned away, banished
Debugging
Headword:
ἀπότροπος
Headword (normalized):
ἀπότροπος
Headword (normalized/stripped):
αποτροπος
IDX:
1257
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.1258
Key:
Data
{'content': '<p>[ἀποτρέπω.]</p>'}