Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

ἀποτεθνηῶτος
ἀποτείσεις
ἀποτηλοῦ
ἀποτίθημι
ἀποτίνυμαι
ἀποτίνω
ἀποτίσεις
ἀποτμήγω
ἄποτμος
ἀποτρέπω
ἀποτρίβω
ἀπότροπος
ἀποτρωπάω
ἀπούρας
ἀπουρήσουσι
ἀπουρίζω
ἀποφέρω
ἀπόφημι
ἀποφθινύθω
ἀποφθίνω
ἀποφώλιος
View word page
ἀποτρίβω

[ἀπο- 7.]

3 pl. fut. ἀποτρίψουσι.

ShortDef

to wear out

Debugging

Headword:
ἀποτρίβω
Headword (normalized):
ἀποτρίβω
Headword (normalized/stripped):
αποτριβω
IDX:
1256
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.1257
Key:

Data

{'content': '<p>[ἀπο- 7.]</p> <p>3 pl. fut. ἀποτρίψουσι.</p>'}