Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

ἀποτάμνω
ἀποτέθνασαν
ἀποτεθνηῶτος
ἀποτείσεις
ἀποτηλοῦ
ἀποτίθημι
ἀποτίνυμαι
ἀποτίνω
ἀποτίσεις
ἀποτμήγω
ἄποτμος
ἀποτρέπω
ἀποτρίβω
ἀπότροπος
ἀποτρωπάω
ἀπούρας
ἀπουρήσουσι
ἀπουρίζω
ἀποφέρω
ἀπόφημι
ἀποφθινύθω
View word page
ἄποτμος

[ἀ-1 + πότμος. Bereft of a (good) lot.]

Hence, unlucky, ill-starred Il. 24.388.

Absol.: ἀ. τις Od. 13.140.

Superl.: ἀποτμότατος Od. 1.219.

ShortDef

unhappy, ill-starred

Debugging

Headword:
ἄποτμος
Headword (normalized):
ἄποτμος
Headword (normalized/stripped):
αποτμος
IDX:
1254
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.1255
Key:

Data

{'content': '<p>[ἀ-1 + πότμος. Bereft of a (good) lot.]</p> <p>Hence, unlucky, ill-starred Il. 24.388.</p> <p>Absol.: ἀ. τις Od. 13.140.</p> <p>Superl.: ἀποτμότατος Od. 1.219.</p>'}