Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

ἀποσταδόν
ἀποστείχω
ἀποστήσωνται
ἀποστίλβω
ἀπόστιχε
ἀποστρέφω
ἀποστυφελίζω
ἀποσφάλλω
ἀπόσχῃ
ἀποσχήσει
ἀποτάμνω
ἀποτέθνασαν
ἀποτεθνηῶτος
ἀποτείσεις
ἀποτηλοῦ
ἀποτίθημι
ἀποτίνυμαι
ἀποτίνω
ἀποτίσεις
ἀποτμήγω
ἄποτμος
View word page
ἀποτάμνω

[ἀπο- 1, ἀπο- 3.]

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀποτάμνω
Headword (normalized):
ἀποτάμνω
Headword (normalized/stripped):
αποταμνω
IDX:
1244
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.1245
Key:

Data

{'content': '<p>[ἀπο- 1, ἀπο- 3.]</p>'}