Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

ἀποσκυδμαίνω
ἀποσπένδω
ἀποσταδά
ἀποσταδόν
ἀποστείχω
ἀποστήσωνται
ἀποστίλβω
ἀπόστιχε
ἀποστρέφω
ἀποστυφελίζω
ἀποσφάλλω
ἀπόσχῃ
ἀποσχήσει
ἀποτάμνω
ἀποτέθνασαν
ἀποτεθνηῶτος
ἀποτείσεις
ἀποτηλοῦ
ἀποτίθημι
ἀποτίνυμαι
ἀποτίνω
View word page
ἀποσφάλλω

[ἀπο- 1.]

3 pl. aor. subj. ἀποσθήλωσι Od. 3.320.

3 sing. opt. ἀποσθήλειε Il. 5.567.

ShortDef

to lead astray, drive away

Debugging

Headword:
ἀποσφάλλω
Headword (normalized):
ἀποσφάλλω
Headword (normalized/stripped):
αποσφαλλω
IDX:
1241
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.1242
Key:

Data

{'content': '<p>[ἀπο- 1.]</p> <p>3 pl. aor. subj. ἀποσθήλωσι Od. 3.320.</p> <p>3 sing. opt. ἀποσθήλειε Il. 5.567.</p>'}