Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

ἄγυια
ἄγυρις
ἀγυρτάζω
ἀγχέμαχος
ἄγχι
ἀγχίαλος
ἀγχιβαθής
ἀγχίθεος
ἀγχιμαχητής
ἀγχίμολος
ἀγχίνοος
ἀγχιστῖνοι
ἄγχιστος
ἀγχόθι
ἀγχοῦ
ἄγχω
ἄγω
ἀγών
ἀδαημονία
ἀδαήμων
ἀδάκρυτος
View word page
ἀγχίνοος

[ἄγχι + νόος.]

ShortDef

ready of wit, sagacious, shrewd

Debugging

Headword:
ἀγχίνοος
Headword (normalized):
ἀγχίνοος
Headword (normalized/stripped):
αγχινοος
IDX:
123
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.124
Key:

Data

{'content': '<p>[ἄγχι + νόος.]</p>'}