Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
ἀπορρίπτω
ἀπορρώξ
ἀποσεύω
ἀποσκεδάννυμι
ἀποσκίδναμαι
ἀποσκυδμαίνω
ἀποσπένδω
ἀποσταδά
ἀποσταδόν
ἀποστείχω
ἀποστήσωνται
ἀποστίλβω
ἀπόστιχε
ἀποστρέφω
ἀποστυφελίζω
ἀποσφάλλω
ἀπόσχῃ
ἀποσχήσει
ἀποτάμνω
ἀποτέθνασαν
ἀποτεθνηῶτος
View word page
ἀποστήσωνται
3 pl. aor. subj. mid. ἀθίστημι.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
ἀποστήσωνται
Headword (normalized):
ἀποστήσωνται
Headword (normalized/stripped):
αποστησωνται
IDX:
1236
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.1237
Key:
Data
{'content': '<p>3 pl. aor. subj. mid. ἀθίστημι.</p>'}