Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
ἀπορριγέω
ἀπορρίπτω
ἀπορρώξ
ἀποσεύω
ἀποσκεδάννυμι
ἀποσκίδναμαι
ἀποσκυδμαίνω
ἀποσπένδω
ἀποσταδά
ἀποσταδόν
ἀποστείχω
ἀποστήσωνται
ἀποστίλβω
ἀπόστιχε
ἀποστρέφω
ἀποστυφελίζω
ἀποσφάλλω
ἀπόσχῃ
ἀποσχήσει
ἀποτάμνω
ἀποτέθνασαν
View word page
ἀποστείχω
[ἀπο- 1, ἀπο- 4.]
Aor. ἀπέστιχον Od. 12.333.
3 sing. -ε Od. 12.143.
Imp. ἀπόστιχε Il. 1.522.
ShortDef
to go away, to go home
Debugging
Headword:
ἀποστείχω
Headword (normalized):
ἀποστείχω
Headword (normalized/stripped):
αποστειχω
IDX:
1235
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.1236
Key:
Data
{'content': '<p>[ἀπο- 1, ἀπο- 4.]</p> <p>Aor. ἀπέστιχον Od. 12.333.</p> <p>3 sing. -ε Od. 12.143.</p> <p>Imp. ἀπόστιχε Il. 1.522.</p>'}