Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

ἀπόρθητος
ἀπόρνυμι
ἀπορούω
ἀπορραίω
ἀπορρήγνυμι
ἀπορριγέω
ἀπορρίπτω
ἀπορρώξ
ἀποσεύω
ἀποσκεδάννυμι
ἀποσκίδναμαι
ἀποσκυδμαίνω
ἀποσπένδω
ἀποσταδά
ἀποσταδόν
ἀποστείχω
ἀποστήσωνται
ἀποστίλβω
ἀπόστιχε
ἀποστρέφω
ἀποστυφελίζω
View word page
ἀποσκίδναμαι

[ἀπο- 7.]

To disperse, go each his own way: οὐκ εἴα ἀποσκίδνασθαι Il. 23.4.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀποσκίδναμαι
Headword (normalized):
ἀποσκίδναμαι
Headword (normalized/stripped):
αποσκιδναμαι
IDX:
1230
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.1231
Key:

Data

{'content': '<p>[ἀπο- 7.]</p> <p>To disperse, go each his own way: οὐκ εἴα ἀποσκίδνασθαι Il. 23.4.</p>'}