Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

ἀποπτύω
ἀπόρθητος
ἀπόρνυμι
ἀπορούω
ἀπορραίω
ἀπορρήγνυμι
ἀπορριγέω
ἀπορρίπτω
ἀπορρώξ
ἀποσεύω
ἀποσκεδάννυμι
ἀποσκίδναμαι
ἀποσκυδμαίνω
ἀποσπένδω
ἀποσταδά
ἀποσταδόν
ἀποστείχω
ἀποστήσωνται
ἀποστίλβω
ἀπόστιχε
ἀποστρέφω
View word page
ἀποσκεδάννυμι

[ἀπο- 7.]

3 sing. aor. ἀπεσκέδασε.

ShortDef

to scatter abroad, disperse

Debugging

Headword:
ἀποσκεδάννυμι
Headword (normalized):
ἀποσκεδάννυμι
Headword (normalized/stripped):
αποσκεδαννυμι
IDX:
1229
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.1230
Key:

Data

{'content': '<p>[ἀπο- 7.]</p> <p>3 sing. aor. ἀπεσκέδασε.</p>'}