Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

ἀποπτάμενος
ἀποπτύω
ἀπόρθητος
ἀπόρνυμι
ἀπορούω
ἀπορραίω
ἀπορρήγνυμι
ἀπορριγέω
ἀπορρίπτω
ἀπορρώξ
ἀποσεύω
ἀποσκεδάννυμι
ἀποσκίδναμαι
ἀποσκυδμαίνω
ἀποσπένδω
ἀποσταδά
ἀποσταδόν
ἀποστείχω
ἀποστήσωνται
ἀποστίλβω
ἀπόστιχε
View word page
ἀποσεύω

[ἀπο- 1, ἀπο- 4.]

3 sing. aor. mid. ἀπέσσυτο Il. 7.390, Il. 15.572.

1 pl. ἀπεσσύμεθα Od. 9.236, 396.

Acc. sing. masc. pf. pple. ἀπεσσύμενον Il. 4.527.

In mid.

ShortDef

to chase away

Debugging

Headword:
ἀποσεύω
Headword (normalized):
ἀποσεύω
Headword (normalized/stripped):
αποσευω
IDX:
1228
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.1229
Key:

Data

{'content': '<p>[ἀπο- 1, ἀπο- 4.]</p> <p>3 sing. aor. mid. ἀπέσσυτο Il. 7.390, Il. 15.572.</p> <p>1 pl. ἀπεσσύμεθα Od. 9.236, 396.</p> <p>Acc. sing. masc. pf. pple. ἀπεσσύμενον Il. 4.527.</p> <p>In mid.</p>'}