Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

ἀποπροτάμνω
ἀποπτάμενος
ἀποπτύω
ἀπόρθητος
ἀπόρνυμι
ἀπορούω
ἀπορραίω
ἀπορρήγνυμι
ἀπορριγέω
ἀπορρίπτω
ἀπορρώξ
ἀποσεύω
ἀποσκεδάννυμι
ἀποσκίδναμαι
ἀποσκυδμαίνω
ἀποσπένδω
ἀποσταδά
ἀποσταδόν
ἀποστείχω
ἀποστήσωνται
ἀποστίλβω
View word page
ἀπορρώξ

-ῶγος

[ἀπορρήγνυμι.]

ShortDef

(n.) cliff, branch; (adj.) broken off, abrupt, sheer, precipitous

Debugging

Headword:
ἀπορρώξ
Headword (normalized):
ἀπορρώξ
Headword (normalized/stripped):
απορρωξ
IDX:
1227
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.1228
Key:

Data

{'content': '<p>-ῶγος</p> <p>[ἀπορρήγνυμι.]</p>'}