Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

ἀποπροΐημι
ἀποπροτάμνω
ἀποπτάμενος
ἀποπτύω
ἀπόρθητος
ἀπόρνυμι
ἀπορούω
ἀπορραίω
ἀπορρήγνυμι
ἀπορριγέω
ἀπορρίπτω
ἀπορρώξ
ἀποσεύω
ἀποσκεδάννυμι
ἀποσκίδναμαι
ἀποσκυδμαίνω
ἀποσπένδω
ἀποσταδά
ἀποσταδόν
ἀποστείχω
ἀποστήσωνται
View word page
ἀπορρίπτω

[ἀπο- 1.]

Acc. sing. masc. aor. pple. ἀπορρίψαντα Il. 9.517.

Infin. ἀπορρῖψαι Il. 16.282.

To cast away. Fig.: μῆνιν Il. 9.517, μηνιθμόν Il. 16.282.

ShortDef

to throw away, put away

Debugging

Headword:
ἀπορρίπτω
Headword (normalized):
ἀπορρίπτω
Headword (normalized/stripped):
απορριπτω
IDX:
1226
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.1227
Key:

Data

{'content': '<p>[ἀπο- 1.]</p> <p>Acc. sing. masc. aor. pple. ἀπορρίψαντα Il. 9.517.</p> <p>Infin. ἀπορρῖψαι Il. 16.282.</p> <p>To cast away. Fig.: μῆνιν Il. 9.517, μηνιθμόν Il. 16.282.</p>'}