Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

ἀπόπροθι
ἀποπροΐημι
ἀποπροτάμνω
ἀποπτάμενος
ἀποπτύω
ἀπόρθητος
ἀπόρνυμι
ἀπορούω
ἀπορραίω
ἀπορρήγνυμι
ἀπορριγέω
ἀπορρίπτω
ἀπορρώξ
ἀποσεύω
ἀποσκεδάννυμι
ἀποσκίδναμαι
ἀποσκυδμαίνω
ἀποσπένδω
ἀποσταδά
ἀποσταδόν
ἀποστείχω
View word page
ἀπορριγέω

[ἀπο- 1.]

3 pl. pf. ἀπερρίγασι.

ShortDef

to shrink shivering from

Debugging

Headword:
ἀπορριγέω
Headword (normalized):
ἀπορριγέω
Headword (normalized/stripped):
απορριγεω
IDX:
1225
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.1226
Key:

Data

{'content': '<p>[ἀπο- 1.]</p> <p>3 pl. pf. ἀπερρίγασι.</p>'}